«Τόσα πολλά να κάνουμε, σε τόσο λίγο χρόνο» παραπονέθηκε ο καλλιτέχνης της τζαζ Λούις Άρμστρονγκ σε μια ηχογράφηση του 1938. Και όπως τόσοι πολλοί άλλοι έχουν συνειδητοποιήσει, η ζωή είναι γεμάτη με επείγουσες ανάγκες και κρίσεις και ο κατανεμημένος χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός.
Μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 κατά των ΗΠΑ, ο Ντέιβιντ Μισκάβιτς, εκκλησιαστικός ηγέτης της θρησκείας της Σαηεντολογίας, αντιμετώπισε το ίδιο δίλημμα της εργασίας έναντι του χρόνου – αλλά αυτά που διακυβεύονταν στην παρούσα κατάσταση ήταν πολύ ανώτερα από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι, αν δεν γινόταν κάτι για να σταματήσει η διαφθορά της κοινωνίας, η ανθρωπότητα θα αντιμετώπιζε την υπέρτατη πανωλεθρία.
«Η ταχύτητα με την οποία η ανθρωπότητα βυθίζεται στο χάος δεν έχει επιβραδυνθεί» είπε ο κ. Μισκάβιτς. «Έπρεπε να πράξουμε».
Η Σαηεντολογία έχει τα εργαλεία για να αντιστρέψει την παρακμή. Αλλά πώς θα μπορούσε η θρησκεία να παρέχει αυτά τα εργαλεία σε επαρκή αριθμό ανθρώπων και σε επαρκή χρόνο; Μία λύση ήταν να ανοίξει ένας επαρκής αριθμός Εκκλησιών για να γίνει η δουλειά. Αυτό παρουσίασε ένα άλλο εμπόδιο: πώς θα χτίσουμε αρκετές Εκκλησίες που πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια της θρησκείας; Και πώς θα το κάνουμε αρκετά γρήγορα;
«Κάποιοι μας είπαν να κάνουμε τα πράγματα σταδιακά, λίγο λίγο» είπε ο ηγέτης της Σαηεντολογίας. «Αλλά αυτό δεν μας οδήγησε πουθενά, κι έπαιρνε πάρα πολύ καιρό να σχεδιαστούν, να κατασκευαστούν και να ανοίξουν τα κτήρια».
Περισσότερα από 30 χρόνια νωρίτερα, ο Ιδρυτής της Σαηεντολογίας Λ. Ρον Χάμπαρντ είχε ορίσει τον χώρο, τον σχεδιασμό και τον αριθμό μελών του προσωπικού που απαιτείται στις Εκκλησίες της Σαηεντολογίας, ώστε να επιταχύνει την πορεία των Σαηεντολόγων προς το πλήρες πνευματικό τους δυναμικό, ενώ ταυτόχρονα οι Εκκλησίες αυτές να υπηρετούν ως σημεία εκπήγασης ανθρωπιστικών και κοινωνικών σταυροφοριών.
Ωστόσο, αν ο κάθε Σαηεντολόγος σε δεκάδες πόλεις προσπαθούσε να σχεδιάσει, να χρηματοδοτήσει και να κατασκευάσει τέτοιες μεγάλες Εκκλησίες, η δουλειά θα έπαιρνε χρόνια, δεκαετίες ή και αιώνες. «Μ’ αυτό τον ρυθμό, ποτέ δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε» θυμάται να σκέφτεται εκείνη τη στιγμή ο κ. Μισκάβιτς.
Όσο για το πώς η Εκκλησία κατάφερε μέχρι τώρα να φτάσει «στο σημείο αυτό» έγινε λόγω του σφοδρού προγραμματισμού από τη μεριά του κ. Μισκάβιτς. Η βασική σκέψη ήταν η κλίμακα σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει. Η Εκκλησία προσέλαβε μία από τις καλύτερες αρχιτεκτονικές εταιρείες στον κόσμο, τη διεθνώς αναγνωρισμένη εταιρεία Gensler. Κάθε νέα Εκκλησία έπρεπε να είναι χαρακτηριστική για τη δική της τοποθεσία, αλλά ταυτόχρονα, μια τεράστια οικονομία πόρων και χρόνου θα μπορούσε να επιτευχθεί, ακολουθώντας στάνταρ πρότυπα· με άλλα λόγια, τυποποίηση. Μια βρύση του μπάνιου, είναι μια βρύση του μπάνιου, είτε στην Ταϊβάν είτε στην Ατλάντα.
Άλλη μια σημαντική εξέλιξη ήταν να φέρουμε τον συντονισμό όλων των προγραμμάτων οικοδόμησης των Εκκλησιών υπό μία εξουσία: το Διεθνές Γραφείο Σχεδίου και Σχεδιασμού στο Λος Άντζελες. Αναθέτοντας σ’ αυτό το γραφείο να αναλάβει τη διοργάνωση του σχεδιασμού και της κατασκευής, οι Σαηεντολόγοι σε κάθε πόλη είχαν την ευκαιρία να συλλέγουν δωρεές και να αναπτύσσουν την υποστήριξη της κοινότητας.
«Συνδυάζοντας λειτουργίες όπως ο σχεδιασμός χώρου, το σχέδιο και η αγορά, αποφεύγουμε τη διπλή δουλειά» είπε ο κ. Μισκάβιτς.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2003, με την πρώτη από τις νέες Εκκλησίες: το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Επιλέχθηκε λόγω της μεγάλης του απόστασης από την έδρα της Σαηεντολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά κι επειδή έχει μια από τις παλαιότερες κοινότητες Σαηεντολόγων στον κόσμο. Το ερώτημα που χρειάστηκε να απαντηθεί ήταν το εξής: είναι η μεγάλη απόσταση ένας παράγοντας που επηρεάζει τα στοιχεία της διοικητικής μέριμνας, ώστε να υφίσταται πρόβλημα; Το μόνο που χρειάστηκε για την επίλυση αυτών των εμποδίων ήταν η προετοιμασία και η οργάνωση.
Σε ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο, το Σαν Φρανσίσκο έγινε το μοντέλο της Εκκλησίας σε μια πόλη παγκόσμιας κλάσης. Και τελικά, το Μπάφαλο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, κατέστησε σαφές ότι μια Εκκλησία θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί, να χρηματοδοτηθεί, να σχεδιαστεί, να κατασκευαστεί και να ανοίξει σε οποιαδήποτε «τυπική» πόλη που να αντιπροσωπεύει τον ρυθμό ζωής της κάθε χώρας.
Καθώς η ταχύτητα με την οποία άρχισαν να ανοίγουν οι Εκκλησίες αυξήθηκε, η θρησκεία μπορούσε δικαιωματικά να διακηρύξει: «Μπορούμε να το κάνουμε. Το κάνουμε». Εξάπλωση, ανάπτυξη, άνοιγμα νέων περιοχών για μεγαλύτερη ανάπτυξη και εξάπλωση – αυτή ήταν η εκστρατεία που ο κ. Μισκάβιτς έθεσε για τη Σαηεντολογία.
Μέχρι τις αρχές του 2016, 50 νέες Εκκλησίες είχαν ανοίξει τις πόρτες τους σε μια ποικιλία πόλεων μέσα σε έξι ηπείρους: από το Βερολίνο και την Μπογκοτά μέχρι το Τόκιο και το Τελ Αβίβ.
Η εξάπλωση συνέχισε μέσα στους τελευταίους 12 μήνες, με νέες Εκκλησίες που άνοιξαν τις πόρτες τους σε ιστορικές πόλεις από την Ατλάντα στην Τζόρτζια των ΗΠΑ και το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, μέχρι τη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας και το Σίδνεϊ της Αυστραλίας, όπως προβάλλονται στις σελίδες που ακολουθούν.
Οι νέες Εκκλησίες της Σαηεντολογίας σε όλο τον κόσμο αντικατοπτρίζουν το σχέδιο που μπήκε σε δράση από τον κ. Μισκάβιτς όταν μπήκαμε στη νέα χιλιετία: σήμερα έχει 55 νέες Εκκλησίες που προωθούν τον ανώτερο σκοπό για την ανθρωπότητα. Είναι ένα σχέδιο που συνεχίζει να επισπεύδεται, με 50 ακόμα Εκκλησίες στα σκαριά.